- ὑπεραμφισβητῶ
- ὑπεραμφισβητέωdispute aboutpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑπεραμφισβητέωdispute aboutpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραμφισβητώ — έω, Α αμφισβητώ κάτι, έχω αμφιβολίες για κάτι … Dictionary of Greek